Είναι καλοκαίρι και το τζιτζίκι κάθεται πάνω σε ένα δέντρο και χαλαρώνει.
Από κάτω περνάει το μυρμήγκι κουβαλώντας σπόρους για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
– Κούλαρε λιγάκι δικέ μου, του φωνάζει το τζιτζίκι!
– Να σε δω, όταν χειμωνιάσει και πεινάσεις, απαντάει το μυρμήγκι.
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα, με το μυρμήγκι να κουβαλάει και το τζιτζίκι να το κοροϊδεύει.
Τελειώνει το καλοκαίρι και έρχεται ο χειμώνας.
Έξω πέφτει πολύ χιόνι, ο αέρας σφυρίζει έξω και το
μυρμήγκι κλεισμένο στη γεμάτη σπόρους φωλιά του, περιμένει το
παγωμένο τζιτζίκι να του χτυπήσει την πόρτα ζητώντας φαγητό.
Ένα βράδυ, το μυρμήγκι ακούει κάποιον να του χτυπάει τη πόρτα!
– Ποιος είναι; λέει
– Άνοιξε, το τζιτζίκι είμαι!
– Τα έλεγα εγώ, λέει στον εαυτό του το μυρμήγκι.
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει το τζιτζίκι με μια Πόρσε!
– Δικέ μου, πάω διακοπές στις Μπαχάμες, θέλεις κάτι;
– Όχι, λέει το μυρμήγκι αλλά να πας να πεις του Αισώπου ότι τον παίρνει!
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.